ηπεδανός

ηπεδανός
ἠπεδανός, -ή, -όν και ἠπεδανής, -ές (Α)
1. αδύνατος, ασθενικός («ἠπεδανὸς δὲ νύ τοι θεράπων, βραδέες δέ τοι ἵπποι», Ομ. Ιλ.)
2. εστερημένος τινός, αυτός ο οποίος έχασε κάτι ή τού λείπει κάτι («φάμας ἔσσεαι ἠπεδανά» — θα χάσεις τη φήμη σου)
3. εκείνος που προκαλεί αδυναμία, εξασθένηση («ἠπεδανὸν δεῑμα»)
4. (για τον Ήφαιστο) ο μη αρτιμελής
5. φρ. «ἠπεδανὸν πῡρ» — χαμηλός πυρετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηπε-δανός, πιθ. ιων. τ. αβέβαιης ετυμολ., κατά τα ριγε-δανός, πευκε-δανός, χωρίς να μαρτυρείται, όμως, τ. σε -δων, όπως συμβαίνει συνήθως (πρβλ. τυφεδανός < τυφεδών). Συνδέεται με λιθ. opus «ευαίσθητος, τρυφερός, εύθραυστος», ο οποίος έδωσε αφορμή να υποτεθεί αμάρτυρο *ήπος (το), παράγωγο τού οποίου θα εθεωρείτο ο ηπε-δανός (πρβλ. ριγε-δανός < ρίγος). Συνδέεται επίσης με αρχ. ινδ. apuvā «πανικός, αγωνία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἠπεδανός — weakly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπεδανά — ἠπεδανός weakly neut nom/voc/acc pl ἠπεδανά̱ , ἠπεδανός weakly fem nom/voc/acc dual ἠπεδανά̱ , ἠπεδανός weakly fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπεδανῶν — ἠπεδανός weakly fem gen pl ἠπεδανός weakly masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπεδανόν — ἠπεδανός weakly masc acc sg ἠπεδανός weakly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπεδαναῖς — ἠπεδανός weakly fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπεδαναί — ἠπεδανός weakly fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπεδανοῖο — ἠπεδανός weakly masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπεδανοῖσι — ἠπεδανός weakly masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπεδανοῖσιν — ἠπεδανός weakly masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπεδανοῦ — ἠπεδανός weakly masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”